- κοκκυβόας
- κοκκυβόας ὄρνις,A cock, 'chanticleer', S.Fr.791 (κοκκο- codd. Eust.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοκκυβόας — κοκκυβόας, ὁ (Α) φρ. «κοκκυβόας ὄρνις» πετεινός, κόκορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυ + βόας (< βοῶ), πρβλ. αυλο βόας, ταυρο βόας] … Dictionary of Greek
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
κοκκοβόας — κοκκοβόας, ὁ (Α) βλ. κοκκυβόας … Dictionary of Greek